Η ΣΙΩΠΗΛΗ ΘΛΙΨΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ


Η στοργική αγκαλιά της προαιώνιας μάνας ήταν ορθάνοιχτη. Όπως πάντα. Όπως τότε, στην αρχή, που είχε ακούσει, γελώντας τρισευτυχισμένη, τα πρώτα εκείνα παιδικά γέλια στα σκιερά δάση με τις θεόρατες καλλίχορες βελανιδιές.
Η στοργική αγκαλιά ήταν και τώρα ανοιχτή, παρά τη σκόνη των αιώνων που βάραινε τόσο πολύ πια, τόσο βασανιστικά τις πλούσιες πτυχώσεις του χιτώνα της…
Η στοργική αγκαλιά της μάνας μας ήταν για ακόμα μια φορά ορθάνοιχτη… Μα η έκφραση του προσώπου δεν είχε καμιά χαρά, ούτε και το ρόδινο χρώμα της ζεστασιάς έβαφε τα μουσκεμένα μάγουλα. Το χείλι τρεμόπαιζε ελαφρά, καθώς ένα παράπονο πικρό, μα άηχο, κάλυπτε με το ζόφο του και σκέπαζε κι άλλο, κι άλλο… σάβανο λες, τη βαθιά, κι όμως τόσο εκκωφαντική στην αφωνία της, σιωπή του κόσμου. Κι από το βλέμμα κείνο το απελπισμένο κυλούσαν δάκρυα πολλά, τόσα πολλά, ποταμοί μαρμαρωμένοι, του χαμού μαργαριτάρια…
Η Μεγάλη Μητέρα κρατούσε στην αγκαλιά της ένα παιδί. Ήταν άλλο ένα παιδί από το απέραντο πλήθος των παιδιών που είχαν βρει καταφύγιο στερνό στα σπλάχνα της μέσα. Η Μεγάλη Μητέρα βαριανάσαινε κι αγκομαχούσε, το άδικο την έπνιγε, μα το βογγητό της δεν έφτανε στ’ αυτιά των τρελαμένων από τη μανία της καταστροφής ανθρώπων, που έσκιζαν με λύσσα το πλούσιο πέπλο της. Η Μεγάλη Μητέρα, με το βουβό αναφιλητό να σκάβει το πανώριο πρόσωπό της, αναρωτιόταν:
Πώς είχε φτάσει εκεί αυτό το παιδί; Να είχε, άραγε, σκοτωθεί σε κάποιον βομβαρδισμό; Να είχε τινάξει το κορμάκι του στον αέρα, στο όνομα μιας ακόμα άνομης πλάνης των ανθρώπων; Να είχε γίνει βορά στη μιαρή κι ανώμαλη όρεξη κάποιου τέρατος με ανθρώπινη μορφή; -Πόσο είχαν πληθύνει τα τέρατα πια πάνω στη Γη, ω Ουρανοί!  Ή μήπως είχε άθελά του χαρίσει τα όργανά του και τη ζωούλα του στο βωμό μιας αρρωστημένης ιατρικής αντίληψης; Μπορεί κάτι απ’ αυτά, μπορεί και κάτι άλλο…
Σημασία για τη Μεγάλη Μητέρα δεν είχε το πώς, σημασία είχε ένα και μόνο: ότι σήμερα, που εκείνη γιόρταζε την άνοιξη, το παιδί αυτό ερχόταν να προστεθεί στην απέραντη σειρά των άδολων παιδικών ψυχών που δε θα της έκαναν ποτέ πια κανένα δώρο. Ήταν άλλο ένα παιδί, που ποτέ πια δε θα έφερνε να απιθώσει στην τρυφερή ποδιά της τα γλυκά κι όμορφα άνθη του αγρού, τυλιγμένα σε χλοερή κορδέλα από τα κρινένια μικρά χεράκια.
Όχι… η Μεγάλη Μητέρα δε γιόρταζε φέτος…
Στα πόδια της κείτονταν τόσα μαραμένα χαμομήλια!
Κι όμως, μέσα σ’ εκείνη την απόλυτη, τη μαυροφτέρουγη σιωπή, μια φωνή σαν φλογέρας τραγούδι κελαρυστό, μια φωνή αθώα, λαγαρή, παιδική ακούστηκε άξαφνα να λέει: «Μάνα μου, μάνα γλυκιά!» Δυο ολόδροσες παπαρούνες κύλησαν στην ποδιά της.
Η Μεγάλη Μητέρα χαμογέλασε και σκούπισε τα δάκρυά της, καθώς το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα υπέροχο μειδίαμα. Δεν είχαν χαθεί, λοιπόν, όλα! Κάποιοι αντιστέκονταν ακόμα στην παράνοια…

Ντορέτα Πέππα
Γιορτή της Μητέρας - Μάιος 2017