Ο ΔΡΥΙΔΗΣ ΠΟΥ ΕΨΑΧΝΕ ΓΙΑ ΓΚΙ

Ο ΔΡΥΙΔΗΣ ΠΟΥ ΕΨΑΧΝΕ ΓΙΑ ΓΚΙ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Ντορέτα Πέππα

Ένα δώρο για τα παιδιά, αυτές τις γιορτινές μέρες!

            «Ξημέρωσε!» είπε ο δρυΐδης με τα χιονόλευκα μαλλιά και τη μακριά γενειάδα. Τεντώθηκε και χασμουρήθηκε. Ήταν νυσταγμένος ακόμα. Το πρώτο φως της αυγής έλουζε το μικρό δωμάτιο, περνώντας μέσα από το τζάμι του παραθύρου.
Ο δρυΐδης σηκώθηκε, πλύθηκε, χτένισε τα μακριά λευκά μαλλιά του με προσοχή, έστρωσε με τη βούρτσα τη γενειάδα του, πήρε το σακούλι του και έριξε στους ώμους τη μακριά λευκή μάλλινη μπέρτα του. Ήταν έτοιμος να βγει έξω.
Ήταν πια μέσα του Δεκέμβρη, που είναι «ο πιο ιερός και χαρούμενος μήνας του χρόνου», όπως έλεγε συχνά γελώντας ο δρυΐδης, και το κρύο ήταν κιόλας τσουχτερό, αλλά δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για καθυστέρηση. Έπρεπε να μαζέψει όσο περισσότερο γκι μπορούσε, ν’ ανέβει πάνω στις αιωνόβιες βελανιδιές, στις καστανιές και στα έλατα, εκεί όπου φύτρωνε το πολύτιμο φυτό, και να το κόψει με το χρυσό του δρεπάνι. Σαν θα ερχόταν το χειμερινό ηλιοστάσιο, η μέρα δηλαδή που έχουμε την πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου, θα γέμιζε το καλυβάκι του με το πολύτιμο φυτό, θα το κρεμούσε πάνω από πόρτες και παράθυρα, πάνω από το τζάκι, το κρεβάτι και το τραπέζι, και τότε όλα τα καλά πνεύματα του δάσους θα έρχονταν να του κάνουν συντροφιά, να φάνε καστανόσουπα και ρόδια μαζί του, να χορέψουν, να τραγουδήσουν και να του υποσχεθούν πως σε λίγο, την άνοιξη, θα φρόντιζαν, όπως πάντα, ώστε όλα να ανθίσουν πάλι και η φύση να γεμίσει χρώματα κι αρώματα κι αυτή τη χρονιά!
Βέβαια, η 21η του μηνός, το χειμερινό ηλιοστάσιο, ήταν πολύ κοντά, αλλά δεν ανησυχούσε καθόλου για το γκι ο δρυΐδης. Το καλυβάκι του βρισκόταν στη μέση του μεγάλου δάσους και πάνω στα περήφανα χιλιόχρονα δένδρα φύτρωνε μπόλικο γκι. Και τρυφερό τρυφερό!
«Αχ! Τι ωραία εποχή!» είπε ο δρυΐδης δυνατά και βγήκε έξω από την πόρτα του.
Μα, μα… τι ήταν αυτό; Μόλις ξεπρόβαλε από το καλυβάκι του, ο δρυΐδης έμεινε με το στόμα ανοιχτό!
Αντί για το μεγάλο δάσος με τα πανύψηλα δένδρα, γύρω ολόγυρα υψώνονταν κάτι πελώρια κτίρια και ακριβώς μπροστά από την αυλή του περνούσε μια μεγάλη λεωφόρος. Αυτό δεν ήταν δάσος, ήταν… ήταν μια μεγάλη πόλη. Ο αέρας ήταν τόσο βαρύς. Και μύριζε τόσο άσχημα!
«Μα… τόσο πολύ κοιμήθηκα;» είπε απομέσα του ο δρυΐδης και σκέφτηκε πως θα πρέπει να είχε κοιμηθεί κάτι αιώνες! «Φαίνεται πως για όλα φταίει εκείνο το περίεργο φίλτρο που έφτιαξα χθες τη νύχτα και το δοκίμασα πριν ξαπλώσω. Καμιά φορά, τα πειράματα δε βγαίνουν σε καλό… Και τώρα, πού θα βρω το πολύτιμο γκι; Εδώ, όχι δέντρο δεν υπάρχει, αλλά ούτε χορταράκι!»
Κοίταξε δεξιά, ύστερα αριστερά και καθώς το μάτι του έπεσε στη γωνιά του δρόμου, είδε ένα μικροπωλητή που πουλούσε… γκι!
Ω, μα τι τύχη ανέλπιστη ήταν αυτή! Τόσο γκι! Και μαζεμένο! Τι καλός άνθρωπος θα πρέπει να ήταν αυτός που είχε την ευγένεια να το μαζέψει και να του το φέρει στην πόρτα του!
Βγήκε από την αυλόπορτα και σε μισό λεπτό βρισκόταν κιόλας μπροστά στον πάγκο του μικροπωλητή.
Εκείνος τον κοίταξε με περιέργεια από πάνω μέχρι κάτω και τον ρώτησε:
«Τι θέλεις, μπάρμπα;»
«Ήρθα να πάρω το γκι!» απάντησε ο δρυΐδης.
«Πόσο θέλεις;»
«Μα… όλο!» έμεινε έκπληκτος ο δρυΐδης, επειδή ο άλλος δεν είχε καταλάβει τι ήθελε από κείνον.
«Τρακόσια ευρώ!» έκανε με νόημα ο μικροπωλητής.
«Δηλαδή;» ρώτησε όλο απορία ο δρυΐδης.
«Δηλαδή… Για να δω τι έχεις μέσα σ’ εκείνο το πουγκί!» δήλωσε θριαμβευτικά ο μικροπωλητής –που είχε πάρει μεγάλη χαρά, γιατί νόμιζε ότι θα ξεπουλούσε πρωί πρωί- και έδειξε με το χέρι του το πουγκί που κρεμόταν από τη ζώνη του δρυΐδη.
«Το πουγκί δεν έχει σχεδόν τίποτα μέσα. Μόνο κάτι σπόρους κολοκύθας… Σκόπευα να μαζέψω μερικά κούμαρα για να φτιάξω ένα φίλτρο που θα…»
«Δεν ξέρω τι φούμαρα και κούμαρα μου λες, άνθρωπέ μου! Άκου να δεις, με άδειο πουγκί, δεν έχει γκι! Το κατάλαβες; -Βρε τι τρελάρα μού έλαχε πρωί πρωί!» ξεφύσηξε όλο τσαντίλα ο μικροπωλητής.
«Και με τι θέλεις να γεμίσω το πουγκί για να μου δώσεις το γκι;» ρώτησε ατάραχος ο δρυΐδης.
«Μα, με ευρώ! Εγώ, για να σου δώσω το γκι, θέλω τρακόσια ευρώ!»
«Και πού θα τα βρω;» επέμεινε ο δρυΐδης, με πιο δυνατή φωνή τώρα.
«Ξέρω ’γω; Να, πήγαινε στην τράπεζα και ξεφορτώσου με!» του απάντησε ενοχλημένος από τις τόσες ερωτήσεις ο μικροπωλητής και του έδειξε ένα κτίριο στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Ο δρυΐδης πέρασε απέναντι, μπήκε στην τράπεζα και κατευθύνθηκε προς έναν ταμία. Η τράπεζα είχε μόλις ανοίξει και δεν υπήρχε ακόμη πολύς κόσμος.
«Ανάληψη ή κατάθεση;» τον ρώτησε ο ταμίας, κοιτάζοντάς τον με έντονη περιέργεια.
«Ήρθα να πάρω τρακόσια ευρώ για να τα βάλω σ’ αυτό το πουγκί και να…»
«Ανάληψη», τον έκοψε ξερά ο ταμίας. «Το βιβλιάριό σας, παρακαλώ.»
«Τι είναι αυτό; Δεν έχω κανένα βιβλιάριο εγώ. Τι να το κάνω;»
«Ε, χωρίς βιβλιάριο, δεν έχει ευρώ, φιλαράκο!»
«Δηλαδή, δε θα μπορέσω να πάρω το γκι;»
«Εγώ δεν ξέρω τίποτα για γκι, μόνο από… γκισέ ξέρω. Στο γκισέ δουλεύω, στο ταμείο, δε βλέπεις; Και άντε, δρόμο τώρα, μη φωνάξω την ασφάλεια και σε κάνει πακέτο! Εκτός και αν…»
Το μάτι του ταμία έπεσε στη ζώνη του δρυΐδη, όπου, μαζί με το πουγκί, κρεμόταν και το χρυσό του δρεπάνι.
«Αυτό είναι δικό σου;»
«Μα, φυσικά, ήταν του παππού μου», απάντησε ο δρυΐδης.
«Τότε, κάτι μπορεί να γίνει. Δε θα σ’ αφήσουμε χωρίς λεφτά χρονιάρες μέρες», έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο ο ταμίας στον δρυΐδη. «Υπάρχει τμήμα ενεχύρων στην Τράπεζα. Δώσε αυτό το χρυσαφικό που έχεις εκεί και κάτι μπορεί να πιάσει…»
«Α, όχι, όχι, αυτό δε γίνεται. Το δρεπάνι δεν το δίνω. Είναι το εργαλείο μου! Ήταν και του παππού μου.»
«Ε, τότε, άντε, δίνε του!» απάντησε τώρα αυστηρά ο ταμίας. «Μαζεύτηκε κόσμος. Έχουμε και δουλειά!»
Ο δρυΐδης έφυγε από την τράπεζα γεμάτος σκέψεις.
Σε τι ανόητο κόσμο είχε βρεθεί ξαφνικά! Εδώ, κανείς δεν ενδιαφερόταν αν θα ερχόταν η άνοιξη, δεν υπήρχαν δένδρα με γκι, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν γκι –μυστήριο πώς- αλλά κανείς δε θα του έδινε, αν δεν μπορούσε να πάρει ευρώ από το γκισέ! Και για να πάρει ευρώ, έπρεπε να δώσει του παππού του το δρεπάνι το χρυσό! Εδώ, το μόνο που τους ένοιαζε όλους ήταν, λοιπόν, αυτό, το χρυσό! Το γεμάτο πουγκί και το… γκισέ! Το σκέτο γκι δεν τους έλεγε τίποτα. Πολύ αλλόκοτος κόσμος. Αλλόκοτος και… και απαράδεκτος!
Ο δρυΐδης έφτασε μπροστά στην αυλόπορτά του. Ευτυχώς, το καλυβάκι του ήταν όπως πάντα στη θέση του! Ψαχούλεψε στο πουγκί… Εντάξει, και οι σπόροι ήταν πάντα στη θέση τους. Του είχαν μείνει αυτοί οι λίγοι μαγικοί σπόροι κολοκύθας. Θα τον βοηθούσαν να γυρίσει πίσω. Πίσω στη νύχτα… Πριν πιει το φίλτρο!
Κοντοστάθηκε για λίγο στην πόρτα του και το ξανασκέφτηκε…
Α πα πα! Δεν ήταν κόσμος τούτος ’δώ! Ήταν συμφορά! Μακριά! Ο κόσμος αυτός ήθελε αλλαγή, μεγάλη αλλαγή! Αλλά, τι τον ένοιαζε τον δρυΐδη; Εκείνος θα ξαναγύριζε στο δικό του κόσμο. Και δε θα ξαναέπινε ποτέ από αυτό το άθλιο φίλτρο! Εκτός και αν μπορούσε να το βελτιώσει… Ναι, θα το βελτίωνε! Όταν έβρισκε το χρόνο να το κάνει…
«Ε, τρελάρα», του φώναξε ο μικροπωλητής, καθώς τον είδε έτοιμο να μπει στο καλυβάκι του. «Το γέμισες με ευρώ το πουγκί;»
Ο δρυΐδης δεν του απάντησε. Ο μικροπωλητής κούνησε το κεφάλι του, καθώς είδε τον παράξενο εκείνο γέρο να μπαίνει στο άθλιο και παλιό κτίριο, που ήταν ακατοίκητο εδώ και καιρό. Θα μπορούσες να το πεις και καλύβι, αν δεν ήταν τόσο ψηλό, κι αν δεν είχε τόσα άδεια πατώματα!
«Φαίνεται πως εκεί μέσα τρυπώνει και κοιμάται ο τρελάρας. Τά ’χει χαμένα ο κακομοίρης, τι να πεις…» σκέφτηκε ο μικροπωλητής και ξανακούνησε το κεφάλι του.
Ο δρυΐδης, ήσυχος πια μέσα στο καλυβάκι του, έφαγε τους μαγικούς σπόρους έναν έναν και έκλεισε τα μάτια. Μόλις τα ξανάνοιξε, γύρω του ήταν νύχτα. Η φωτιά έκαιγε στο τζάκι ζωηρά, ήταν πολύ ζεστά και τόσο φιλικά εκεί μέσα! Πήγε στην πόρτα, την άνοιξε και ανάπνευσε με χαρά τον αέρα. Το δάσος ήταν πάλι στη θέση του! Παντού ολόγυρα στο καλυβάκι! Με τα επιβλητικά, αιωνόβια δένδρα του!
Ευτυχώς, είχε επιστρέψει! Στον κόσμο του… Την επομένη το πρωί, θα ξεκινούσε να ψάχνει για γκι. Κι ας είχε χάσει μια μέρα. Δεν είχε χάσει, όμως, το χρόνο… Η άνοιξη θα ’ρχόταν κι εφέτος χαρούμενη και στην ώρα της, με τα λουλούδια, τα χρώματα και τ’ αρώματά της!
Την άλλη μέρα, ξημέρωμα σχεδόν, ο μικροπωλητής βρισκόταν στη θέση του, με τον πάγκο του πάλι γεμάτο γκι. Κάτι είχε συμβεί όμως… Τι, αλήθεια;
Η γειτονιά είχε απότομα αλλάξει. Απέναντι, η τράπεζα, που χθες ακόμα ήταν γεμάτη κόσμο και κίνηση, είχε κλείσει και στην πόρτα είχε μπει λουκέτο. Πάνω στην τζαμαρία, υπήρχε η πληροφορία: «ΤΟ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΕ». Δεν αναφερόταν η καινούργια διεύθυνση. Ύστερα, έστρεψε το βλέμμα και κοίταξε προς το άθλιο και παλιό κτίριο όπου είχε μπει ο γέρος το προηγούμενο πρωί. Στην είσοδο υπήρχε μια ταμπέλα: «ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΕΤΑΙ. ΠΡΟΣΕΧΩΣ, ΑΝΘΟΠΩΛΕΙΟ ‘Η ΑΝΟΙΞΗ’».
«Τι να έγινε ο γέρος, άραγε;» αναρωτήθηκε. «Μπα, θα έφυγε ή θα τον μάζεψε η Πρόνοια. Εκτός κι αν μας άφησε χρόνους. Είχε ένα κρύο απόψε τη νύχτα!...» σκέφτηκε ο μικροπωλητής και ξέχασε αμέσως το γέρο. Είχε έρθει ο πρώτος πελάτης. Ήταν μεγάλος στην ηλικία, αλλά είχε ένα επιβλητικό παρουσιαστικό, ένα όμορφο καλοφτιαγμένο μούσι και χιονόλευκα καλοχτενισμένα μαλλιά. Πάνω στους ώμους του είχε ριγμένη μια κομψή λευκή μάλλινη μπέρτα. Ήταν σίγουρο πως τον έβλεπε για πρώτη φορά στη γειτονιά, ναι, δεν τον είχε ξαναδεί… Κι όμως, τα μάτια του είχαν κάτι γνώριμο, πολύ γνώριμο…
«Θέλετε γκι, κύριε;» ρώτησε ο μικροπωλητής.
«Μα, γι’ αυτό ήρθα», του απάντησε ο καλοφτιαγμένος ώριμος κύριος. Και έβγαλε από την τσέπη του γιλέκου του ένα γεμάτο πουγκί.